αποπλανητής

αποπλανητής
ο
θηλ. -ήτρα αυτός που αποπλανά (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πειραστής — ὁ, Α [πειράζω] 1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον 2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής 3. ο διάβολος, ο σατανάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”